περίθυμος

περίθυμος
περίθῡμος , περίθυμος
very wrathful
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίθυμος — ον, Α πολύ οργισμένος. επίρρ... περιθύμως και περίθυμον με πολλή οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θυμός] …   Dictionary of Greek

  • περιθύμως — περιθύ̱μως , περίθυμος very wrathful adverbial περιθύ̱μως , περίθυμος very wrathful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίθυμον — περίθῡμον , περίθυμος very wrathful masc/fem acc sg περίθῡμον , περίθυμος very wrathful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • περιθύμους — περιθύ̱μους , περίθυμος very wrathful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”